-
1 обед
обед м 1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό· \обед из трёх блюд το γεύμα με τρία φαγητλ· готовить \обед μαγειρεύω· давать \обед δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι 2) (обеденное время) το μεσημέρι· до \обеда πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι ( π μ)· после \обеда μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ. μ.)· во время \обеда, за г-ом την ώρα του φαγητού* * *м1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητόобе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία φαγητά
гото́вить обе́д — μαγειρεύω
дава́ть обе́д — δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι
2) ( обеденное время) το μεσημέριдо обе́да — πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι (π. μ.)
по́сле обе́да — μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ.μ.)
во вре́мя обе́да, за обе́дом — την ώρα του φαγητού